σκαπτῶν — σκαπτός dug fem gen pl σκαπτός dug masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπτοῖς — σκαπτός dug masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπτῆς — σκαπτός dug fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπτῇ — σκαπτός dug fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπτή — σκαπτός dug fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπτήν — σκαπτός dug fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
History of Thessaloniki — The history of Thessaloniki is a long history dating back to the Ancient Greeks. With the opening of the borders since the collapse of Communism in the early 1990s, it is currently experiencing a strong revival. It serves as the prime port for… … Wikipedia
άσκαφος — η, ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, ον) αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος») 2. όποιος δεν… … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
σκαφτός — ή, ό, Ν βλ. σκαπτός … Dictionary of Greek